- φίλοχλος
- -ον, Α1. αυτός που επιδιώκει να έχει την εύνοια τού όχλου2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλοχλονη επιδίωξη τής εύνοιας τού όχλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὄχλος (πρβλ. πολύ-οχλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλοχλον — φίλοχλος loving popular favour masc/fem acc sg φίλοχλος loving popular favour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόχλους — φίλοχλος loving popular favour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek